- πτωματίζω
- ΜΑ [πτῶμα, -ατος]1. καταβάλλω, ρίχνω κάτω κάποιον2. πέφτω ή είμαι έτοιμος να πέσω3. (η μτχ. παθ. ενεστ.) «οἱ πτωματιζόμενοι» — οι επιληπτικοί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτωματίζω — make to fall pres subj act 1st sg πτωματίζω make to fall pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωματίσῃ — πτωματίζω make to fall aor subj mid 2nd sg πτωματίζω make to fall aor subj act 3rd sg πτωματίζω make to fall fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωματίζει — πτωματίζω make to fall pres ind mp 2nd sg πτωματίζω make to fall pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωματίζουσιν — πτωματίζω make to fall pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πτωματίζω make to fall pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωματιζομένους — πτωματίζω make to fall pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπτωματίσθη — πτωματίζω make to fall aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωματιστής — ὁ, Μ [πτωματίζω] αυτός που προκαλεί πτώση σε κάποιον, που τόν κάνει να πέσει … Dictionary of Greek
συμπτωματισθῇς — σύν πτωματίζω make to fall aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)